- χυτροπλάθος
- χυτρο-πλάθος [pron. full] [ᾰ], ὁ,A potter, Poll.7.163, Phryn.PSp.125B.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χυτροπλάθος — potter masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χυτροπλάθος — και κυθροπλάθος, ὁ, Α τεχνίτης που κατασκευάζει χύτρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < χύτρα + πλάθος (< θ. πλαθ τού πλάσσω), πρβλ. κορο πλάθος] … Dictionary of Greek